κομιτάτο

κομιτάτο
το
(λ. ιταλ.), ανταρτική ή επαναστατική οργάνωση που επιδίωκε ορισμένους σκοπούς με τρομοκρατικές μεθόδους: Οι κομιτατζήδες ανήκαν στο βουλγαρικό κομιτάτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κομιτάτο — το (Α κομιτᾱτον) νεοελλ. επαναστατική οργάνωση που επιδίωκε την επίτευξη ορισμένων σκοπών συνήθως για το καλό τής πατρίδας της (α. «βουλγαρικό κομιτάτο» β. «νεοτουρκικό κομιτάτο») αρχ. ακολουθία, ιδίως αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comitato.… …   Dictionary of Greek

  • φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το …   Dictionary of Greek

  • Νεότουρκοι — Εθνικό, μεταρρυθμιστικό κίνημα των Οθωμανών, το οποίο φιλοδοξούσε να μετεμφυτεύσει στην Τουρκία τα ευρωπαϊκά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Η κίνηση ξεκίνησε από την εποχή των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789 1807),… …   Dictionary of Greek

  • κομιτατζήδες — Αντάρτες που ανήκαν σε βουλγαρική επαναστατική οργάνωση, η οποία αποσκοπούσε στην κοινωνικοπολιτική μεταβολή του καθεστώτος της Μακεδονίας, κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκικής κατοχής στην περιοχή. Η δραστηριότητα των κ. συμπίπτει χρονικά με… …   Dictionary of Greek

  • Κώτας, Καπετάν — (Ρούλια Καστοριάς 1863 – Μοναστήριο 1905). Σλαβόφωνος οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα. Προσχώρησε μεταξύ των πρώτων στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (κομιτάτο) υιοθετώντας το σύνθημά της «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες». Την… …   Dictionary of Greek

  • Ματσίνι, Τζουζέπε — (Giuseppe Mazzini, Γένοβα 1805 – Πίζα 1872). Ιταλός πολιτικός. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Γένοβα. Συμμετείχε από νεαρή ηλικία στην πολιτική και το 1827 έγινε μέλος του κινήματος των Καρμπονάρων.… …   Dictionary of Greek

  • Konstantinos Nikolopoulos — Konstantinos Agathophron Nikolopoulos (griechisch Konstandínos Agathófron Nikolópoulos Κωνσταντίνος Αγαθόφρων Νικολόπουλος, in Frankreich auch Constantine Nicolo Poulo; * 1786 in Smyrna; † 1841 in Paris) war ein griechischer Komponist,… …   Deutsch Wikipedia

  • κομιτατζής — ο 1. μέλος, κυρίως ένοπλο, επαναστατικού κομιτάτου 2. αντάρτης ή άτακτος που ανήκε στο βουλγαρικό κομιτάτο και αγωνιζόταν για την προσάρτηση τής Μακεδονίας στη Βουλγαρία 3. μτφ. άτομο αυταρχικό και βίαιου χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. komitaci… …   Dictionary of Greek

  • μακεδονικός — Συρτός χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή της Πυλαίας και είναι γνωστός και ως χορός των Καπουτζήδων. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν ανοιχτό κύκλο με το μέτωπο προς το κέντρο και τα πόδια σε στάση προσοχής· τα χέρια συνδέονται από τον… …   Dictionary of Greek

  • παντουρανισμός — Πολιτική κίνηση που αποσκοπούσε στον συνασπισμό όλων των τουρκικών και τουρανικής καταγωγής λαών και γενικότερα των τουρκοκρατικών φυλών της Ασίας σε ενιαίο κράτος ή σε ομοσπονδία. Πρώτοι θιασώτες του π. υπήρξαν οι Ούγγροι, στην προσπάθειά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”